- νιτέλλα
- ηχλωροφύκος τής οικογένειας τών χαριδών, που ευδοκιμεί σε στάσιμα και κινούμενα ύδατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nitella < λατ. nito «λάμπω» + κατάλ. -ella].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.